ωτόρροια

ωτόρροια
η, Ν
ιατρ. εκροή υγρού από τον έξω ακουστικό πόρο, σύμπτωμα ωτίτιδας ή κατάγματος τού λιθοειδούς οστού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. otorrhee (< οὖς*, ὠτός «αφτί» + -ρροια < -ρρους < ρέω). Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”